
Προετοιμασία αιματολογικών εξετάσεων
Οι αιματολογικές εξετάσεις είναι καλύτερο να γίνονται τις
πρωινές ώρες. Τα αποτελέσματα δεν επηρεάζονται από το πρόγευμα , εκτός από τις
εξετάσεις που αφορούν το μεταβολισμό (σάκχαρο, τριγλυκερίδια, χοληστερόλη). Για
τις τελευταίες απαιτείται ολονύκτια νηστεία 12 ωρών.
Για τις βιοχημικές εξετάσεις αίματος απαιτείται νηστεία 12ωρών. Το νερό δεν επηρεάζει τις εξετάσεις.
Για τις ορμονολογικές εξετάσεις δεν απαιτείται κάποια νηστεία ή άλλου είδους προετοιμασία.
Για τις εξετάσεις επιπέδων των φαρμάκων, οι αιμοληψίες συνίσταται να γίνονται τις πρωινές ώρες και πριν από τη λήψη του σχετικού φαρμάκου.
Για τις εξετάσεις των νεοπλασματικών δεικτών δεν απαιτείται νηστεία και η αιμοληψία δύναται να πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε ώρα της ημέρας.
Για τις εξετάσεις θυρεοειδούς, η λήψη του φαρμάκου του θυρεοειδούς πρέπει να γίνεται μετά την αιμοληψία.
Αιματολογικό
Οι μετρήσεις στο Αιματολογικό εργαστήριο είναι θεμελιώδεις για την κλινική διάγνωση. Η Γενική εξέταση αίματος περιλαμβάνει την καταμέτρηση και τη μορφολογική εξέταση των ερυθρών και των λευκών αιμοσφαιρίων, της αιμοσφαιρίνης και του αιματοκρίτη, των αιμοπεταλίων και των ερυθροκυτταρικών δεικτών. Η ανάλυση του αίματος παρέχει ένα πλήθος πληροφοριών για τη λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού, όπως η μεταφορά του οξυγόνου και η άμυνα του οργανισμού. Η μεταφορά του οξυγόνου στους ιστούς πραγματοποιείται μέσω της αιμοσφαιρίνης των ερυθρών κυττάρων. Επομένως, η ποσότητα της αιμοσφαιρίνης πρέπει να μετριέται γρήγορα και αξιόπιστα. Αξιόπιστες μετρήσεις με ακρίβεια και σύντομο χρόνο διεκπεραίωσης χρειάζονται και για τα λευκά αιμοσφαίρια και τις διάφορες κατηγορίες λευκοκυττάρων, διότι είναι οι βασικοί συντελεστές της άμυνας.
Στο αιματολογικό εργαστήριο διενεργείται επίσης ο έλεγχος αιμορραγικής διάθεσης και ο έλεγχος θρομβοφιλίας, που συμπληρώνεται με προσδιορισμό μεταλλάξεων στο Τμήμα Μοριακής Βιολογίας, καθώς και η ταχεία αξιολόγηση της λειτουργικότητας των αιμοπεταλίων σε μικρά δείγματα ολικού αίματος με κιτρικά. Η δυσλειτουργία των αιμοπεταλίων μπορεί να είναι επίκτητη, κληρονομική ή να έχει προκληθεί από παράγοντες αναστολής των αιμοπεταλίων. Οι πιο συνηθισμένες αιτίες για τη δυσλειτουργία των αιμοπεταλίων σχετίζονται με ουραιμία, ηπατοπάθεια, καρδιοπνευμονική παράκαμψη, τη νόσο <p lang="en" > von Willebrand, αιμοπεταλιοπάθειες και πολύ συχνά την έκθεση σε αντιαιμοπεταλιακούς παράγοντες όπως το ακετυλοσαλικυλκό οξύ και η κλοπιδογρέλη. Η μέθοδος αυτή ενδείκνυται για τη μελέτη και ανάδειξη της αντίστασης των αιμοπεταλίων στη χρήση της ασπιρίνης.